Ο Μουσλίμ και ο Κριστιάν παίζουν ούτι στην Ανδαλουσία του 12ου αιώνα |
Ονοματολογικά: η λέξη oud-ούτι, συγγενής ετυμολογικά με τη λέξη lute-λαούτο, κατά μία άποψη προέρχεται από την αραβική φράση العود (al-ʿūd), η οποία σημαίνει «μικρό κομμάτι ξύλινης φλοίδας», κάτι που σχετίζεται κατ’ άλλους με την παλαιά μορφή του πλήκτρου με το οποίο παιζόταν το όργανο (φλούδα αγριοκερασιάς), κατ’ άλλους με τις «δούγες»: τα φιλέτα ξύλου με τα οποία είναι κατασκευασμένο το σκάφος του οργάνου. (During, Jean. "'Barbat'". Encyclopedia Iranica). Κατά τον Eckhard Neubauer η αραβική λέξη oud προέρχεται από την περσική λέξη rud που σημαίνει έγχορδο όργανο λαουτοειδούς μορφής. (Douglas Alton Smith. A History of the Lute from Antiquity to the Renaissance. p. 9. - Lute Society of America (LSA), 2002. ISBN 0-9714071-0-X).
Το ούτι στην αραβική προφέρεται ʿūd ή a‘wād, στην τουρκική ud ή ut, στην αρμενική, την αζερική και την εβραϊκή ud, στα σομαλικά cuud με συνώνυμο τη λέξη kaban, ενώ στην περσική για το ούτι χρησιμοποιείται η λέξη barbat. Από τη Wikipedia
γυναικεία μορφή με πανδουρίδα 13ος π.Χ. αι., Αρχαιολογικό Μουσείο Χάιφας |
Μούσα με πανδουρίδα Μαντινεία, 6ος π.Χ αιώνας |
Οι Τούρκοι ανάγουν την καταγωγή τού ουτιού στο αρχαίο όργανο kopuz, γνωστό από τους θρύλους της στέπας και των οροπεδίων στην Κεντρική Ασία, κοιτίδα των τουρκικών φύλων. Το kopuz ήταν παρόμοιο με την πανδουρίδα, και εθεωρείτο όργανο με μαγικές ιδιότητες: κατά το έθος, ομάδες οργανοπαικτών με kopuz προπορεύονταν των στρατιωτικών ταγμάτων που πήγαιναν προς τη μάχη εμψυχώνοντας τους πολεμιστές.
Kopuz |
Το ούτι μοιάζει να ακολουθεί μια μετεξέλιξη από τη μορφή της πανδουρίδας, κοινή με αυτήν του λαούτου, με βαθμιαία σμίκρυνση του μήκους και παράλληλα διαπλάτυνση του βραχίονα, διόγκωση του αντηχείου, καθώς και σταδιακή αύξηση του αριθμού των χορδών, από τρεις σε τέσσερεις, και αργότερα σε πέντε, οι οποίες αργότερα γίνονται ζεύγη, και ως τις μέρες μας σε έξι και επτά με τις δύο βαρύτερες (6 και 7) να είναι μονές. Το ούτι διαχωρίστηκε από το λαούτο με ακόμα μεγαλύτερη σμίκρυνση του βραχίονα και με αποβολή των τάστων. Η μετεξέλιξη αυτή πρέπει να ξεκίνησε κατά την αλεξανδρινή εποχή και να συνεχίστηκε κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Το ούτι φαίνεται ότι διαχωρίζεται οριστικά από το λαούτο κατά την αραβική εξάπλωση του 8ου αιώνα, και διαδίδεται από τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη, ως την Ανδαλουσία, ως επίσημο όργανο της μουσικής του Μακάμ που έρχεται να συνεχίσει, υπό την αραβική σκέψη, αρχαιοελληνικές και περσικές λόγιες μουσικές παραδόσεις. Φημισμένος ουτίστας της εποχής αυτής είναι ο Ziryab, ο οποίος ίδρυσε σπουδαία σχολή στην Κόρδοβα. Μέσω αυτής της σχολής, διεισδύει η μουσική του Μακάμ στην Ευρωπαϊκή Δύση, εμπλουτίζοντας την οργανολογία της και χαρίζοντάς της τη μουσική φόρμα της εσταμπί.
μικρή ορχήστρα |
Η Κωνσταντινούπολη γίνεται το κέντρο ανάπτυξης της αραβοπερσικής μουσικής κυρίως από τον 18ο αιώνα, και καθώς το αραβοπερσικό διασταυρώνεται με το βυζαντινό εκκλησιαστικό μέλος το οποίο παραλλήλως διάγει νέα ακμή, ένα νέο πιο μελισματικό ύφος προκύπτει, που το υπηρετούν οθωμανοί, χριστιανοί ορθόδοξοι, αρμένιοι, πέρσες και εβραίοι μουσικοί.
Το ούτι στις αρχές του 20ου αιώνα φτάνει σε κατασκευαστική ακμή επίσης, από έναν δεξιοτέχνη κατασκευαστή, θρυλικό ως τις μέρες μας, τον κωνσταντινουπολίτη Μανόλη Βενιό. Ο Μανόλης δίνει μια κομψή γραμμή στο σκάφος, μικραίνοντάς το, και με τεχνικά μυστικά τα οποία ακόμη αναζητούνται, στρογγυλεύει και γλυκαίνει τον ήχο του οργάνου. Ένα γνήσιο ούτι «μανόλ» θεωρείται σπάνιο απόκτημα, φέρον αίγλη περίπου ενός Στραντιβάριους.
Udi Hrant (1901-1978) |
Γιώργος Μπατζανός (1900-1977) |
Munir Bashir (1930-1997) |
Το περσικό και ιρακινό ούτι, μαζί με την μουσική των λαών αυτών, παρακμάζει εξ αιτίας των συνεχόμενων πολέμων, αλλά και μέσα στο διευρυνόμενο και ισχυροποιούμενο θρησκευτικό πλαίσιο που σχεδόν απαγορεύει την καλλιέργεια κοσμικής μουσικής, προκρίνοντας την εμμελή απαγγελία του Κορανίου. Με αυτή την αφορμή, σπουδαίοι πέρσες και ιρακινοί μουσικοί μεταναστεύουν σε Ευρώπη και Αμερική και διαδίδουν τη μουσική της πατρίδας τους.
Το ούτι εντάσσεται συχνά και στις λαϊκές ορχήστρες των κέντρων διασκέδασης της Ανατολής. Στην ελληνική δισκογραφία η παρουσία του συχνή στις ηχογραφήσεις της Ρόζας Εσκενάζυ, όπου στην ορχήστρα της έπαιζε ο Αγάπιος Τομπούλης (1885-1965) και αργότερα ο Γιάννης Σούλης (1917-1988). Στην δημοτική μας μουσική εντάσσεται στις ορχήστρες των ιδιωμάτων της Μ.Ασίας, της Χίου και της Μυτιλήνης, της Θράκης και της Μακεδονίας, αλλά και των ταμπαχανιώτικων της Κρήτης. Γνωστοί από τους παλαιούς ουτίστες (ή ουτσάδες) ο θρακιώτης Καριοφύλλης Δοϊτσίδης, και ο Νίκος Σαραγούδας από τα Σπάτα, ενώ από τους νέους οι αθηναίοι Αντώνης Απέργης, Χρήστος Τσιαμούλης, Κυριάκος Ταπάκης, Γιώργος Παππάς, οι θεσσαλονικείς Κυριάκος Καλαϊτζίδης και Νίκος Δημητριάδης, και ο χιώτης Μάρκελλος Πούπαλος. Επίσης, σημαντικότατη είναι η παρουσία στην Ελλάδα της ιρλανδικής καταγωγής ουτίστας, διδαγμένης στη Αίγυπτο, Ιωάννας Άντριους.
διάφορα χορδίσματα του ουτιού
χορδές
|
||||||
1η
|
2η
|
3η
|
4η
|
5η
|
6η
|
|
αραβικό
|
do 4
|
sol 3
|
re 3
|
la 2
|
sol 2
ή mi 2 |
re 2
ή do 2 ή si 1 |
τουρκικό
|
το αραβικό
μεταφερμένο ένα τόνο (2η Μεγάλη) πάνω
|
|||||
περσικό
|
το αραβικό
μεταφερμένο μία 4η καθαρή πάνω
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου