Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Το σαντούρι και το ούτι


ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012, ΩΡΑ 20:00
Η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών
σε συνεργασία με το
Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Χαλανδρίου
διοργανώνει συναυλία με τίτλο

Το σαντούρι και το ούτι
Ιστορία των οργάνων
Παραδοσιακό και σύγχρονο ρεπερτόριο


Αγγελίνα Τκάτσεβα, σαντούρι - ρώσικο σαντούρι
                            Γιώργος Χατζημιχελάκης, ούτι




Την εκδήλωση προλογίζει ο Θόδωρος Αντωνίου

Η συναυλία θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα συναυλιών του «Αετοπουλείου Πολιτιστικού Κέντρου»
Φιλικής Εταιρείας και Τομπάζη 18, Χαλάνδρι, τηλ: 210 6820464


Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Σημείωμα για το Ούτι


Ο Μουσλίμ και ο Κριστιάν παίζουν ούτι
στην Ανδαλουσία του  12ου αιώνα
Το ούτι είναι ένα διαδεδομένο μουσικό όργανο, λαουτοειδές χωρίς τάστα, που σήμερα το συναντάμε στην Β.Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στην Αραβική Χερσόνησο, στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Αρμενία, στην Περσία ακόμα και στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν.

Ονοματολογικά: η λέξη oud-ούτι, συγγενής ετυμολογικά με τη λέξη lute-λαούτο, κατά μία άποψη προέρχεται από την αραβική φράση العود (al-ʿūd), η οποία σημαίνει «μικρό κομμάτι ξύλινης φλοίδας», κάτι που σχετίζεται κατ’ άλλους με την παλαιά μορφή του πλήκτρου με το οποίο παιζόταν το όργανο (φλούδα αγριοκερασιάς), κατ’ άλλους με τις «δούγες»: τα φιλέτα ξύλου με τα οποία είναι κατασκευασμένο το σκάφος του οργάνου. (During, Jean. "'Barbat'". Encyclopedia Iranica). Κατά τον Eckhard Neubauer η αραβική λέξη oud προέρχεται από την περσική λέξη rud που σημαίνει έγχορδο όργανο λαουτοειδούς μορφής. (Douglas Alton Smith. A History of the Lute from Antiquity to the Renaissance. p. 9. - Lute Society of America (LSA), 2002. ISBN 0-9714071-0-X).

Το ούτι στην αραβική προφέρεται ʿūd ή a‘wād, στην τουρκική ud ή ut, στην αρμενική, την αζερική και την εβραϊκή ud, στα σομαλικά cuud με συνώνυμο τη λέξη kaban, ενώ στην περσική για το ούτι χρησιμοποιείται η λέξη barbat. Από τη Wikipedia

γυναικεία μορφή με πανδουρίδα
13ος π.Χ. αι., Αρχαιολογικό Μουσείο Χάιφας
Μυθολογικά-Ιστορικά-Μορφολογικά: Η μορφή του οργάνου ανάγεται στον τύπο της πανδουρίδας, η οποία κατά τους αλεξανδρινούς γραμματικούς εφευρέθηκε είτε από τους Ασσυρίους (Πολυδεύκης, IV-60), είτε από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας (Αθήναιος, Δ’ 183F-184A, 82). Όργανα της μορφής της πανδουρίδας απαντώνται σε απεικονίσεις και σε γλυπτά ήδη από την εποχή Uruk των πολιτισμών της Μεσοποταμίας (5.000-3.000 π.Χ.), ενώ σώζονται ελληνικά αρχαϊκά (6ος π.Χ. αι.) κεραμικά αγαλματίδια και μαρμάρινα ανάγλυφα που αναπαριστούν Ταναγραίες ή Μούσες που παίζουν πανδουρίδα. Η πανδουρίδα, ως τρίχορδο όργανο, με μακρύ βραχίονα και δεσμούς (κινητά τάστα), απαντάται διαχρονικά, σε διάφορες ιστορικές περιόδους ως τις μέρες μας, από την Δ. Αφρική έως την Άπω Ανατολή.

Μούσα με πανδουρίδα
Μαντινεία, 6ος π.Χ αιώνας
 Κατά τον μεσαιωνικό άραβα σοφό Al-Farabi (872-950 ή 951) το ούτι εφευρέθηκε από τον Λαμέχ, έκτο εγγονό του Αδάμ, ο οποίος θρυλείται ότι εμπνεύστηκε το σχήμα του οργάνου πενθώντας πάνω από τον σκελετό του γιού του.

 Οι Τούρκοι ανάγουν την καταγωγή τού ουτιού στο αρχαίο όργανο kopuz, γνωστό από τους θρύλους της στέπας και των οροπεδίων στην Κεντρική Ασία, κοιτίδα των τουρκικών φύλων. Το kopuz ήταν παρόμοιο με την πανδουρίδα, και εθεωρείτο όργανο με μαγικές ιδιότητες: κατά το έθος, ομάδες οργανοπαικτών με kopuz προπορεύονταν των στρατιωτικών ταγμάτων που πήγαιναν προς τη μάχη εμψυχώνοντας τους πολεμιστές.
Kopuz 

 Το ούτι μοιάζει να ακολουθεί μια μετεξέλιξη από τη μορφή της πανδουρίδας, κοινή με αυτήν του λαούτου, με βαθμιαία σμίκρυνση του μήκους και παράλληλα διαπλάτυνση του βραχίονα, διόγκωση του αντηχείου, καθώς και σταδιακή αύξηση του αριθμού των χορδών, από τρεις σε τέσσερεις, και αργότερα σε πέντε, οι οποίες αργότερα γίνονται ζεύγη, και ως τις μέρες μας σε έξι και επτά με τις δύο βαρύτερες (6 και 7) να είναι μονές. Το ούτι διαχωρίστηκε από το λαούτο με ακόμα μεγαλύτερη σμίκρυνση του βραχίονα και με αποβολή των τάστων. Η μετεξέλιξη αυτή πρέπει να ξεκίνησε κατά την αλεξανδρινή εποχή και να συνεχίστηκε κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Το ούτι φαίνεται ότι διαχωρίζεται οριστικά από το λαούτο κατά την αραβική εξάπλωση του 8ου αιώνα, και διαδίδεται από τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη, ως την Ανδαλουσία, ως επίσημο όργανο της μουσικής του Μακάμ που έρχεται να συνεχίσει, υπό την αραβική σκέψη, αρχαιοελληνικές και περσικές λόγιες μουσικές παραδόσεις. Φημισμένος ουτίστας της εποχής αυτής είναι ο Ziryab, ο οποίος ίδρυσε σπουδαία σχολή στην Κόρδοβα. Μέσω αυτής της σχολής, διεισδύει η μουσική του Μακάμ στην Ευρωπαϊκή Δύση, εμπλουτίζοντας την οργανολογία της και χαρίζοντάς της τη μουσική φόρμα της εσταμπί.

μικρή ορχήστρα 
 Η μουσική του Μακάμ στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εξελίσσεται, και δημιουργείται ένα οικουμενικό λόγιο μουσικό ύφος στα πλαίσια της αυτοκρατορίας, το οποίο ονομάζεται αραβοπερσική μουσική. Η μουσική αυτή κατά την πορεία των αιώνων αναπτύχθηκε και άκμασε σε διάφορα κέντρα, από τη Δαμασκό έως την Μπουχάρα. Το ύφος αυτής της μουσικής, μέχρι και τον 17ο αιώνα, είναι βασισμένο στο παιχνίδι της οργανικής δεξιοτεχνίας, με μικρές φράσεις που αναπτύσσονται ως αραβουργήματα. Τα μουσικά σύνολα λιτά, απαρτίζονται από έναν ή δύο κρουστούς, οπωσδήποτε από ούτι, λύρα ή νέι (ή και τα δύο) και κανονάκι ή σαντούρι (στους πέρσες και τους βόρειους γείτονές τους). Στα σύνολα αυτά  εντάσσεται το ταμπούρ στην οθωμανική ή το ταρ στην περσική μουσική.

 Η Κωνσταντινούπολη γίνεται το κέντρο ανάπτυξης της αραβοπερσικής μουσικής κυρίως από τον 18ο αιώνα, και καθώς το αραβοπερσικό διασταυρώνεται με το βυζαντινό εκκλησιαστικό μέλος το οποίο παραλλήλως διάγει νέα ακμή, ένα νέο πιο μελισματικό ύφος προκύπτει, που το υπηρετούν οθωμανοί, χριστιανοί ορθόδοξοι, αρμένιοι, πέρσες και εβραίοι μουσικοί.

Το ούτι στις αρχές του 20ου αιώνα φτάνει σε κατασκευαστική ακμή επίσης,  από έναν δεξιοτέχνη κατασκευαστή, θρυλικό ως τις μέρες μας, τον κωνσταντινουπολίτη Μανόλη Βενιό. Ο Μανόλης δίνει μια κομψή γραμμή στο σκάφος, μικραίνοντάς το, και με τεχνικά μυστικά τα οποία ακόμη αναζητούνται, στρογγυλεύει και γλυκαίνει τον ήχο του οργάνου. Ένα γνήσιο ούτι «μανόλ» θεωρείται σπάνιο απόκτημα, φέρον αίγλη περίπου ενός Στραντιβάριους.

Udi Hrant (1901-1978)
Στις αρχές του 20ου αιώνα δεσπόζουν η μορφή του αρμενικής καταγωγής ουτίστα (Udi) Hrant Kenkulian (1901-1978), τον οποίο ισαγωνίζεται ο ελληνικής καταγωγής, επίσης κωνσταντινουπολίτης, Γιώργος Μπατζανός (1900-1977) που θεωρείται κορυφαίος και αξεπέραστος έως και σήμερα. Πλάι στο νέο ύφος της αραβοπερσικής μουσικής, το οποίο καλλιεργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, και βαθμιαία ενδύθηκε τον όρο οθωμανική και αργότερα τουρκική κλασική μουσική, όροι που εκχωρήθηκαν εν πολλοίς και από την σταδιακή απομάκρυνση των άλλων εθνοτήτων (ιδίως των Ελλήνων) από την καλλιέργεια της λόγιας αυτής μουσικής, αναπτύχθηκε ως αντίποδας ένα αραβοκεντρικό κοσμικό ύφος μουσικής με κέντρα το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, και τη Βυρηττό.

Γιώργος Μπατζανός (1900-1977)
Το ύφος αυτό διαπλάστηκε βασισμένο στον απόηχο της Aida του Βέρντι, με τη δημιουργία μεγάλων ορχηστρών που βασίζονται σε μεγάλο αριθμό εγχόρδων οργάνων της δυτικής ορχήστρας, τις οποίες διανθίζουν με τα χρώματά τους τα παραδοσιακά όργανα. Το ούτι σε αυτές τις ορχήστρες περνάει στο περιθώριο, προσφέροντας κάτι ελάχιστο από το χρώμα του, που εν πολλοίς αφομοιώνεται μέσα στη γραμμή των κοντραμπάσων. Το ύφος αυτό, ουσιαστικά δημιουργεί την απαραίτητη αίγλη για να λάμψουν μεγάλες φωνές, όπως της Ουμ Κουλσούμ και μετέπειτα της Φαϊρούζ. Την νοοτροπία αυτήν σε κάποιες περιπτώσεις ακολούθησαν, όχι όμως σε μεγάλη έκταση, οι Τούρκοι, με μεγάλες ορχήστρες της ραδιοφωνίας, πλαισιωμένες από χορωδίες και σολίστες. Αντίθετα στο Ιράκ και την Περσία συντηρούνται τα μικρά παλαιού τύπου 4μελή ή 5μελή σύνολα, όπου εκεί το ούτι έχει έναν ισότιμο ρόλο. Το παλαιό αραβοπερσικό ύφος, συντηρείται και καλλιεργείται ευλαβικά.

Munir Bashir (1930-1997)
 Στο Β' μισό του 20 αιώνα, ωστόσο, ένας σπουδαίος δεξιοτέχνης, ο ιρακινής καταγωγής Munir Bashir (1930-1997, «ο Εμίρης του ουτιού», όπως τιμητικά αποκαλείται), αφορμώμενος από την παλαιά τεχνοτροπία, εμπλουτίζει το ύφος με πολλά δυτικά στοιχεία, ακόμα και σύγχρονης μουσικής, τόσο διευρύνοντας τα ηχοχρώματα, όσο και την φρασεολογία, αποτολμώντας μέχρι και δωδεκαφθογγικές φράσεις. Επίσης, καθοδηγεί τους κατασκευαστές σε έναν νέο τύπο οργάνου, με κινούμενο καβαλάρη στον οποίο οι χορδές πατάνε, εξαπλωμένες σε όλο το μήκος του οργάνου, καθιστώντας τον ήχο του πιο δυνατό και πιο «τραγανό».

Το περσικό και ιρακινό ούτι, μαζί με την μουσική των λαών αυτών, παρακμάζει εξ αιτίας των συνεχόμενων πολέμων, αλλά και μέσα στο διευρυνόμενο και ισχυροποιούμενο θρησκευτικό πλαίσιο που σχεδόν απαγορεύει την καλλιέργεια κοσμικής μουσικής, προκρίνοντας την εμμελή απαγγελία του Κορανίου. Με αυτή την αφορμή, σπουδαίοι πέρσες και ιρακινοί μουσικοί μεταναστεύουν σε Ευρώπη και Αμερική και διαδίδουν τη μουσική της πατρίδας τους.

 Το ούτι εντάσσεται συχνά και στις λαϊκές ορχήστρες των κέντρων διασκέδασης της Ανατολής. Στην ελληνική δισκογραφία η παρουσία του συχνή στις ηχογραφήσεις της Ρόζας Εσκενάζυ, όπου στην ορχήστρα της έπαιζε ο Αγάπιος Τομπούλης (1885-1965) και αργότερα ο Γιάννης Σούλης (1917-1988). Στην δημοτική μας μουσική εντάσσεται στις ορχήστρες των ιδιωμάτων της Μ.Ασίας, της Χίου και της Μυτιλήνης, της Θράκης και της Μακεδονίας, αλλά και των ταμπαχανιώτικων της Κρήτης. Γνωστοί από τους παλαιούς ουτίστες (ή ουτσάδες) ο θρακιώτης Καριοφύλλης Δοϊτσίδης, και ο Νίκος Σαραγούδας από τα Σπάτα, ενώ από τους νέους οι αθηναίοι Αντώνης Απέργης, Χρήστος Τσιαμούλης, Κυριάκος Ταπάκης, Γιώργος Παππάς, οι θεσσαλονικείς Κυριάκος Καλαϊτζίδης και Νίκος Δημητριάδης, και ο χιώτης Μάρκελλος Πούπαλος. Επίσης, σημαντικότατη είναι η παρουσία στην Ελλάδα της ιρλανδικής καταγωγής ουτίστας, διδαγμένης στη Αίγυπτο, Ιωάννας Άντριους.


διάφορα χορδίσματα του ουτιού

χορδές

1η
2η
3η
4η
5η
6η
αραβικό
do 4
sol 3
re 3
la 2
sol 2  
ή  mi 2    
re 2 
ή  do 2 ή  si 1
τουρκικό
το αραβικό μεταφερμένο ένα τόνο (2η Μεγάλη) πάνω
περσικό
το αραβικό μεταφερμένο μία 4η καθαρή πάνω



Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

σημείωμα για το λευκορώσικο σαντούρι (Цымбалы,tsymbaly, τσίμπελ)

Βαβυλωνιακή απεικόνιση δύο σαντουριστών
Το σαντούρι θεωρείται ως ένα περσικής καταγωγής όργανο. Είναι τραπεζοειδούς σχήματος, πολύχορδο, όπου κάθε νότα του παράγεται από ένα ζεύγος έως μια τετράδα χορδών, και παίζεται με μπαγκέτες. Είναι ευρέως διαδεδομένο από την Ινδία και την Ταϋλάνδη έως την Αμερική.
λεπτομέρεια από μεσαιωνική περσική απεικόνιση
 ορχήστρας του  Παλατιού

 Ονοματολογικά: Το όνομα σαντούρ (santūr, santour, santoor, περσικά: سنتور) απαντάται για πρώτη φορά στην αρχαία περσική ποίηση. Μέχρι σήμερα δεν έχει διακριβωθεί η σημασία της λέξης, απλώς είναι βέβαιος ο συσχετισμός της με το συγκεκριμένης μορφής όργανο.

 Η τεράστια διάδοση του οργάνου στις παραδόσεις πολλών χωρών έχει εμπλουτίσει την ονοματολογία που το προσδιορίζει, καθώς επίσης έχει χαρίσει μεγάλη ποικιλία στις μορφές του, στη βάση πάντα της αρχετυπικής τραπεζοειδούς. Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται με αλφαβητική σειρά ανά χώρα και γλώσσα οι διάφορες ονομασίες για το σαντούρι.


Austria – Hackbrett
Iraq – santur
Russia – цимбалы tsimbaly, Дульцимер (dultsimer)
Belarus – Цымбалы (tsymbaly)
Ireland – tiompan
Serbia – цимбал (tsimbal)
Belgium – Hakkebord
Italy – salterio
Slovakia – cimbal
Brazil – saltério
Korea – yanggeum 양금
Slovenia – cimbale, oprekelj
Cambodia – khim
Laos – khim
Spain (and Spanish-speaking countries) – salterio, dulcémele
China – 扬琴 (yangqin)
Latgalia (Latvia) – cymbala
Sweden – hackbräde, hammarharpa
Croatian – cimbal, cimbale
Latvia – cimbole
Switzerland – Hackbrett
Czech Republic – cimbál
Lithuania – cimbalai, cimbolai
Thailand – khim
Denmark – hakkebræt
Mexico - salterio
Turkey – santur
France – tympanon
Mongolia joochin
Ukraine – Цимбали tsymbaly
Germany – Hackbrett
Netherlands – hakkebord
United Kingdom – hammered dulcimer
Greece – σαντούρι
Norway - hakkebrett
United States – hammered dulcimer
Hungary – cimbalom
Poland – cymbały
Uzbekistan – chang
India – santoor
Portugal – saltério
Vietnam – đàn tam thp lc
Iran – santur
Romania – ţambal
Yiddish – tsimbl


πέρσικο σαντούρι
 Μορφολογικά: το σαντούρι όπως είπαμε έχει διάφορες εκδοχές, παραλλαγές του τραπεζοειδούς σχήματος, κυρίως ως προς το μέγεθος, την κατανομή των χορδών, τα υλικά κατασκευής, αλλά και τη μορφή που έχουν οι μπαγκέτες του.
ούγγρικο τσίμπαλομ

Για παράδειγμα, το περσικό σαντούρι είναι ιδιαίτερα μικρού σχήματος, παίζεται με λεπτεπίλεπτες ξύλινες μπαγκέτες (με προαιρετική μια περιέλιξη στα άκρα τους από βαμβάκι και χαλαρή κλωστή), έχει κινητούς καβαλάρηδες που στηρίζουν τις χορδές έτσι ώστε μια επιθυμητή νότα να κουρδίζεται με μετακίνηση του καβαλάρη, και αποδίδει 7φθογγες κλίμακες σε μία έκταση από 3 οκτάβες (βάση το Fa3).

 Ενώ το ουγγρικό τσίμπαλομ είναι μεγάλου μεγέθους, σταθερής βάσης, με πεντάλ που στομώνουν ή απελευθερώνουν τις χορδές, αναλόγως κλείνοντας και ανοίγοντας-διατηρώντας τον ήχο, παίζεται με μακριές ξύλινες μπαγκέτες που στην άκρη τους έχουν περιέλιξη από βαμβάκι τυλιγμένο σφιχτά με κλωστή, είναι χρωματικό και έχει έκταση 4 οκτάβες συν μία 3η μεγάλη, ξεκινώντας από το Do2.

παραδοσιακό λευκορώσικο σαντούρι
Το λευκορώσικο σαντούρι, γνωστό ως hammer dulcimer ή Cymbaly, ή τσίμπελ, είναι χρωματικό και η σημερινή του έκταση είναι από Sol 3 έως το Si 6 (3 οκτάβες και μία 3η μεγάλη). Σημειωτέον το ελληνικό σαντούρι έχει την ίδια έκταση ακριβώς, κατά μία οκτάβα χαμηλότερα. Δεν είναι σαφώς διευκρινισμένο το πότε το όργανο εισήχθη στη Λευκορωσία. Υπάρχει μια εικασία ότι εισήχθη τον 12ο ή τον 13ο αιώνα από γερμανούς ταξιδευτές, στο τότε Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, αν και είναι γνωστό ότι τα σαντουροειδή όργανα ήσαν διαδεδομένα στις ανατολικές σλαβικές χώρες ήδη σε παλαιότερες εποχές. Πάντως την πρώτη γραπτή μαρτυρία για το λευκορώσικο cymbaly την απαντούμε κατά τον 14ο αιώνα.

Το όργανο έχει ποικίλες μορφές ανάλογα με τις περιοχές της Λευκορωσίας, και στις διάφορες παλαιές παραδοσιακές μορφές του ο αριθμός των φθόγγων που παράγει ποικίλει από 12 έως 24. Επίσης, η διάδοσή του μέσα στο ακαδημαϊκό πλαίσιο μουσικής εκπαίδευσης, εκτός από την όξυνση της τεχνικής του, την διεύρυνση του ρεπερτορίου του πέραν των ορίων της παραδοσιακής μουσικής προς την κλασική και την σύγχρονη (με μεταγραφές κλασικών έργων και με πρωτότυπα σύγχρονα έργα), οδήγησε ακόμη και στη δημιουργία μιας οικογένειας οργάνων διαφορετικού μεγέθους και έκτασης (alto, tenoro, basso).

Η κορυφαία λευκορωσίδα σολίστ Αγγελίνα Τκάτσεβα
με σύγχρονο τσίμπελ ορχήστρας
Αυτό που τεχνικά ξεχωρίζει το cymbaly είναι οι μπαγκέτες του, που τείνουν να προσομοιώσουν τόσο στη μορφή, όσο και στον χειρισμό, το πλήκτρο του πιάνου, κάτι που προσδίδει δύναμη, ευκρίνεια και λαμπρότητα στον ήχο του, σε βαθμό που το cymbaly μπορεί να σταθεί ηχητικά επαξίως εντός των δυναμικών μιας συμφωνικής ορχήστρας. Αυτός είναι και ο λόγος που το ρεπερτόριο του τσίμπελ είναι ιδιαίτερα διευρυμένο. Ιδανικό στο να αποδίδει με λεπτότητα το μεσαιωνικό και αναγεννησιακό ύφος, τη μπαρόκ μουσική αλλά και την κλασική, έχει ένα μεγάλο ρεπερτόριο από μεταγραφές κυρίως έργων για βιολί, που συνεχώς επεκτείνεται. Πέραν αυτού πολλοί σύγχρονοι συνθέτες, ρώσοι και λευκορώσοι και όχι μόνον, γράφουν έργα είτε σόλο είτε για τσίμπελ και μικρά ή μεγάλα σύνολα.

 Από τους σπουδαίους Λευκορώσους σύγχρονους συνθέτες που έχουν γράψει σημαντικά έργα για τσίμπελ αναφέρουμε τους: Ντιμίτρι Σμόλσκι, Βίκτορ Βόϊτικ, Βίκτορ Κοπυτσκό, Βιετσισλάβ Κουσνιετσόφ, Γενάντι Γερματσένκοφ, Βλαντίμιρ Κουριάν. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι κάθε λευκορώσος συνθέτης έχει γράψει ένα μικρό ή μεγάλο αριθμό έργων για τσίμπελ. Επίσης, μία πληθώρα λευκορώσων παλαιών και νέων ερμηνευτών, με ακαδημαϊκές σπουδές, υπηρετεί την συνεχώς διευρυνόμενη φιλολογία του οργάνου.

 Στην Ελλάδα, η παρουσία και η δραστηριοποίηση της Αγγελίνας Τκάτσεβα, ώθησε αρκετούς συνθέτες, όπως οι Θόδωρος Αντωνίου, Βασίλης Τενίδης, Νίκος Τάτσης, Γιώργος Λεωτσάκος, Μιχάλης Χριστοδουλίδης, Γιώργος Κουμεντάκης, Γιώργος Χατζημιχελάκης, Παναγιώτης Λυκούδης, να γράψουν έργα είτε για σόλο τσίμπελ είτε για τσίμπελ και διάφορα σύνολα.

οι δημοφιλέστερες αναρτήσεις του ιστολογίου