Θα ήθελα να κάνω δυο παρατηρήσεις που αφορούν στο HighC και μόνον:
1. Οι περιορισμένες κυματομορφές και οι περιβάλλουσές του κάνουν τα κομμάτια να μοιάζουν. Και τι παράξενο: το πιάνο έχει ένα ηχόχρωμα, ο Chopin με τον Liszt δεν μοιάζουν όμως καθόλου!
2. Αν δεν χρησιμοποιήσει κανείς το HighC "γραφικά", αλλά MIDI, γιατί τότε να μην δουλέψει με ένα SoftSynth που έχει και μεγαλύτερο έλεγχο;
Δημήτρη, νομίζω ότι τα ερωτήματα που έθεσες για το HighC σε ό, τι αφορά το ηχόχρωμα τα έχεις απαντήσει ήδη κατά ένα μεγάλο μέρος, δια της ιδίας της ρητορικής διατυπώσεώς των. Απλώς, παραπληρωματικά, έχω διάθεση να επεκταθώ και γι αυτό δεν σου απαντώ μεσώ των σχολίων, αλλά εδώ με ένα εκτενές ποστ. Ίσως και γιατί θεωρώ το θέμα σημαντικό που με οδηγεί έμμεσα σε έναν παράλληλο προβληματισμό.
Όντως οι κυματομορφές που διαθέτει δεν έχουν την ποικιλία που συναντά κανείς σε ένα soft synth. Γι αυτό σε καμμία περίπτωση το HighC δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ηχοχρωματική παλέτα, όπως πχ το ABsynth, ακόμα δε περισσότερο δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλατφόρμες όπως το Kodact player που χειρίζονται ηχογραφημένα δείγματα ακουστικών οργάνων, ειδικά μάλιστα αν, όπως λες, χρησιμοποιηθεί όχι "γραφικά", αλλά ως midi. Αν κάποιος βέβαια το θελήσει, μπορεί με πολύ πειραματισμό να κατασκευάσει με το HighC πρωτότυπα ηχοχρώματα, ή και προσομοιωμένα.
Η μέθοδος είναι απλή: συνδυασμός διάφορων κυματομορφών και περιβαλλουσών , "πειραγμένων" ή μη, και κατόπιν "επιλογή όλων" και δημιουργία ενός νέου ενιαίου wav με την εντολή effects/make as wav. Ή και μεμονωμένα, να αναδιαμορφώσει-παραλλάξει κάποιος μία κυματομορφή και να τη συνδυάσει με κάποια από τις έτοιμες περιβάλλουσες, ή με κάποια περιβάλλουσα που ο ίδιος θα διαμορφώσει. Όμως, η όλη διαδικασία, θα εξυπηρετήσει περισσότερο έναν νοσταλγικό ρομαντισμό, παρά την ουσία. Διότι οι επαγγελματίες sound makers ή designers που δουλεύουν προς αυτή την κατεύθυνση, δουλεύουν με πλατφόρμες πανίσχυρες, όπως το ABsynth που αναφέραμε, και τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά.
Αλλά ας λοξοδρομήσουμε λίγο και ας ασχοληθούμε με το σημαντικό ζήτημα που θέτεις:
«Και τι παράξενο: το πιάνο έχει ένα ηχόχρωμα, ο Chopin με τον Liszt δεν μοιάζουν όμως καθόλου!»
Αυτό πιστεύω συμβαίνει, διότι η εντύπωση που αφήνει το βασικό (εκ κατασκευής) ηχόχρωμα ενός οργάνου (και οι παραλλάξεις του που γεννώνται από τρόπους παιξίματος) είναι ουσιαστικά δευτερεύουσα εντύπωση, ενώ πρωτεύουσα εντύπωση είναι ένα συνολικότερο ηχόχρωμα που αναδύεται - να το ονομάσουμε ηχόχρωμα/περίβλημα - το οποίο επηρεάζεται από τη δράση που θα δημιουργήσει ένας συνθέτης μέσω της υφής των συνθέσεών του. Το ύφος λοιπόν διαμορφώνει αυτό το ηχόχρωμα-περίβλημα, και σ’ αυτό διαφέρει ο Σοπέν από τον Λιστ. Λέγοντας λοιπόν: «οι περιορισμένες κυματομορφές και οι περιβάλλουσές του κάνουν τα κομμάτια να μοιάζουν», νομίζω, έμμεσα εννοείς και το ότι απλώς όταν συνθέτουμε με το HighC δεν έχουμε ακόμα τιθασεύσει το μέσον έτσι ώστε να παράγουμε διαφορετικό ύφος. Και επειδή το HighC δεν είναι ένα μέσον-αυτοσκοπός (μπορεί βέβαια κάποιος να το δει και έτσι), αλλά είναι και ένα εργαλείο για την κατασκευή ενός προπλάσματος το οποίο θα μπορούσε να μεταγραφεί κατόπιν για ορχήστρα, ο προβληματισμός μας πρέπει να είναι γενικότερος. Θεωρώ λοιπόν, ότι ο εμπνευστής της πλατφόρμας Ιάννης Ξενάκης έχοντας δημιουργήσει, ως πρωτοπόρος, ένα συγκεκριμένο ύφος με το εργαλείο αυτό (επαναλαμβάνω, το εργαλείο με τη διττή του υπόσταση, ως αυτεξούσιο όργανο και ως εργαλείο κατασκευής προπλασμάτων), ουσιαστικά μας καταπίνει, όπως με τον ίδιο τρόπο κατάπιε ο Σένμπεργκ μια σωρεία ελασσόνων μιμητών, οπαδών, όπως θέλεις πες το. Η αναζήτηση μιας γλώσσας άλλης, και όχι της προφανούς που μας έχει διδάξει ο Ξενάκης και που βασίζεται στην κίνηση μεγάλων ηχητικών όγκων, με την χαρακτηριστική εμμονή της στην δημιουργία θεματικότητας βασισμένης όχι στα «παλαιά μέσα» όπως η μελωδία αλλά στα ηχητικά γεγονότα, η αναζήτηση λοιπόν μιας άλλης γλώσσας, είναι το ζητούμενο.
Μοιραία βλέπω να ενσκύπτει η αναγκαιότητα κατ’ αρχάς της αποσύνδεσης των εννοιών "μεγάλοι όγκοι", "μεγάλες ιδέες*", "μακροσκελή έργα". Πιστεύω ότι με την
"Αρνητική Προσευχή" αποσύνδεσες τα δύο πρώτα από το τρίτο.
* Ίσως και αυτή είναι η αιτία που προσπάθησα με το βίντεο της Σάρισσας να απαλλάξω την ηχητική του έργου από τον όποιον φόρτο μεγαλοϊδεατισμού. Αυτό βέβαια δεν είναι αρκετό, όταν μάλιστα γίνεται με εξωμουσικά μέσα, όπως είναι η εικόνα. Θα μπορούσα, άραγε, να βάλω ως εικόνα και ένα απόσπασμα μιας ταινίας της Βασιλειάδου; Όχι, βέβαια, αν και θα είχε πλάκα. Το βιντεάκι που έφτιαξα έχει και αυτό ένα ύφος, ίσως λόγω της αμεσότητας των εικόνων πιο απτό από της μουσικής μου. Αλλά το μουσικό ύφος δεν χρειάζεται τα δεκανίκια της εικόνας -δεν ξέρω όμως αν οι "ιαχές" των φιλάθλων της Μαντζεστερ στάθηκαν ικανές να αντιστρέψουν τα βαρύγδουπα clusters της χορωδίας, ή αν οι έμμονες φράσεις του "ηλεκτρονικού κέρατος" προσέδωσαν θεματική σαφήνεια.
Από κει και πέρα, η θεματικότητα δεν πρέπει να δημιουργείται μόνον μέσα από τα ηχητικά γεγονότα, (κάτι που, πέραν μιας συνολικής αρμονικής κατεύθυνσης, επίσης επιτυγχάνεις με το ostinato σου στην Αρνητική Προσευχή - και το παράξενο είναι ότι αρκεί έστω και ένα ostinato με τις αναφορές του στο "παλαιό" ύφος για να δώσει μια φρεσκάδα).
Αυτές λοιπόν οι δύο βασικές κατευθύνσεις αν αλλάξουν με επιτυχία, τότε η περί του ύφους άποψη και το ύφος καθ' αυτό θα αλλάξει προς το ποικιλότερον και τα έργα θα αρχίσουν να διαφέρουν.