Το σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής μουσικής παραγωγής από ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα έχει απολεστεί. Αντίθετα, το σύνολο των αρχαιοελληνικών μουσικών θεωρητικών συγγραμμάτων έχει διασωθεί. Κατά τους διάδοχους χριστιανικούς χρόνους, οι εκδότες-αντιγραφείς, με κριτήριο τη ζήτηση της αγοράς, (το ενδιαφέρον των ιδιωτών, των βιβλιοθηκών, των αναγνωστών), αλλά και με ιδεολογικά-θρησκευτικά κριτήρια (αποφυγή σκανδαλισμού) προέκριναν την αναπαραγωγή των θεωρητικών συγγραμμάτων ως διαχρονικώς επωφελών , έναντι των εκδόσεων μουσικών έργων (παρτιτούρες) που θα ήσαν οι πλέον αυθεντικοί "ανταποκριτές" τού αρχαιοελληνικού μουσικού πολιτισμού. Η σπανίς οδήγησε τα μουσικά αυτά κείμενα στον αφανισμό και καθιστά την εικόνα μας για την αρχαία μουσική της θυμέλης ελλιπέστατη.
Για να πάρετε μιαν εικόνα της διασωσμένης αρχαιοελληνικής μουσικής σας παραπέμπω στο site του φίλτατου Παναγιώτη Στέφου ιδρυτή του συγκροτήματος ΛΥΡΑΥΛΟΣ
Κλικ & ακούτε ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ,
ψάλλει ο Μιχάλης Στέφος και χορωδία,
(το διασωσμένο μέλος ξεκινάει από το ΣΙΓΑΤΩ).
Το θέμα μας όμως βρίσκεται παραπλεύρως όλων αυτών. Να υπενθυμίσουμε πρώτα, ότι η αρχαία ελληνική σημειογραφία έχει δύο οικογένειες αλφαβητικής μορφής συμβόλων, η μία για την φωνητική και η άλλη για την οργανική μουσική. Τα σύμβολα αυτά έμπαιναν πάνω από το ποιητικό κείμενο. Έτσι, ένα κείμενο που θα τραγουδιόταν μόνο, όπως το επιτύμβιο του Σεικίλου, έχει μόνον σύμβολα φωνητικής γραφής πάνω από κάθε συλλαβή, ενώ ένα κείμενο όπως ένα χορικό που θα παιζόταν με συνοδεία αυλού έχει δύο σειρές μουσικών συμβόλων, μία για τη φωνή και μία για το οργανικό μέρος της μουσικής. Είδαμε στο ποστ με τον τίτλο λείψανα, ότι η αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία σταδιακά μέχρι τον 4ο με 5ο μ.Χ. αι. καταργήθηκε, ενώ αναδύθηκε ένα νέο χριστιανικό υποτυπώδες σύστημα σημειογραφίας μέσα από τους τόνους της ελληνικής γραφής, οι οποίοι τόνοι, γραμμένοι με κόκκινο μελάνι στα κείμενα των ευαγγελισταρίων υπενθύμιζαν στους, όχι απαραιτήτως ελληνόγλωσσους, ιερείς τον σωστό τονισμό. Και επειδή η οξεία πάει τη φωνή ψηλά, η βαρεία χαμηλά, η περισπωμένη την κυματίζει, τα σύμβολα αυτά περιείχαν εν σπέρματι και κάποια ιδέα μέλους. Αναλόγως του ταλάντου του, κάθε ιερέας θα μπορούσε με αυτά τα στοιχειώδη σύμβολα να διαβάσει "εμμελώς" το ευαγγέλιο, κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα. Αυτά τα σύμβολα αργότερα μετεξελίχθηκαν στην νευματική μουσική γραφή και από αυτήν προήλθαν μετά από διάφορα εξελικτικά στάδια δύο κλάδοι σημειογραφίας, η παρασημαντική για τους ανατολικούς και το πεντάγραμμο για τους δυτικούς.
Αφήνω τα ενδιάμεσα στάδια και φτάνω στον 19ο αιώνα όπου έχουμε σχεδόν ταυτόχρονα με την έκρηξη της Επανάστασης του ’21, μιαν αναθεωρητική πρόταση για την βυζαντινή μουσική σημειογραφία από τον Χρύσανθο Μαδυτινό, επίσκοπο Διρραχίου (χρησιμοποιώ την γραφή Διρράχιον, της πρώτης έκδοσης ΜΕΓΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΝ του Χρυσάνθου). Την εποχή αυτή είχε τεθεί έντονα το ζήτημα της αναθεώρησης της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής γραφής, επειδή οι διάφορες μορφές της, παλαιές και νεότερες, ήσαν εν πολλοίς ασαφείς και ρευστές. Μέχρι που κάποιοι εισηγούντο ακόμα και την μετάβαση από την παρασημαντική στην χρήση του πενταγράμμου για να θεραπεύσουν την μουσική ασυνεννοησία μεταξύ των ψαλτών διαφορετικών σχολών. Αν κάποιος εξετάσει το σύνολο της καταγεγραμμένης μέχρι τον Χρύσανθο μουσικής με το σύστημα της παρασημαντικής , δεν θα βρει παρά ελάχιστα δείγματα μη εκκλησιαστικής μουσικής, εξωτερικού μέλους (δηλαδή εξωεκκλησιαστικού), όπως ονομαζόταν εν τω συνόλω της η εθνική, ή η λαϊκή μουσική, από τους Βυζαντινούς και τους μεταβυζαντινούς ελληνορθοδόξους. Και αυτά τα ελάχιστα δείγματα εξωεκκλησιαστικής μουσικής, εν πολλοίς ασαφώς ως προς τον ρυθμό έχουν καταγραφεί. Διότι, η εκκλησιαστική μουσική σημειογραφία προ του Χρυσάνθου με την ρευστότητά της κυρίως ως προς τον ρυθμό, επέτρεπε την καταγραφή μόνον εκκλησιαστικού ύφους μελωδιών, στηριζόμενη στην συνεπικουρία τής από μνήμης παραδοσιακής εκτέλεσης μιας αλληλουχίας συμβόλων. Με αυτόν τον στενό προσανατολισμό τής μουσικής σημειογραφίας διασφαλιζόταν -ίσως όχι απολύτως συνειδητά- η στεγανότητα του εκκλησιαστικού ύφους, έναντι των εξωτερικών (εθνικών ή λαϊκών) επιδράσεων. Ο Χρύσανθος εισηγήθηκε μια γραφή που εν πολλοίς βασιζόταν στην παλαιά παρασημαντική, αλλά ήταν πλέον πλήρως διασαφισμένη, ως προς την ρυθμική ενέργεια των συμβόλων της. Η σημειογραφία αυτή, εν χρήσει έως και σήμερα, ως εκ της καταγωγής της, είναι ικανή στο να περιγράψει φωνητικές κινήσεις του εκκλησιαστικού μέλους, επιτρέπει ωστόσο, αίτημα της εποχής του, την καταγραφή συγγενών προς αυτήν μελωδιών (πχ οθωμανική , περσική μουσική). Και από τον Χρύσανθο και μετά ανθούν οι με χρυσάνθια γραφή εκδόσεις οθωμανικών και δημωδών ασμάτων. Τι όμως διασφάλισε η σεβαστή μας παρασημαντική από τον γεννήτορά της 5ο αιώνα έως και τον Χρύσανθο, αλλά και μετά τον Χρύσανθο, αφού τόσους αιώνες το νερό είχε μπει στ’ αυλάκι; Δύο πράγματα: την συντήρηση μιας αυστηρής εκκλησιαστικής μουσικής παράδοσης, αλλά και τον αποκλεισμό μιας οργανικής μουσικής επισήμου, τη συνεπικουρία σχετικών εκκλησιαστικών συνόδων.
Όταν λοιπόν βρισκόμαστε στην ανάγκη να μιλάμε για την "παράδοσή" μας, ας τα έχομε αυτά υπ’ όψιν για να αιτιάζομε σχετικούς προβληματισμούς μας, (όχι για το τί ανήκει σε αυτήν, αλλά για το πώς κάτι δεν αναπτύχθηκε μέσα σε αυτήν).